- εὐμαρής
- εὐμᾰρής1 easy c. inf.
παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές P. 3.115
οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας N. 11.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές P. 3.115
οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας N. 11.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Εὐμάρης — masc acc pl (attic epic doric) Εὐμάρης masc nom/voc pl (doric aeolic) Εὐμάρης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρής — easy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… … Dictionary of Greek
εὐμάρης — εὐμαρέω have abundance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόνος γὰρ εὐμαρὴς θεός. — См. Перемелется все мука будет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εὐμαρῆ — εὐμαρής easy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐμαρής easy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐμαρής easy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρέστερον — εὐμαρής easy adverbial comp εὐμαρής easy masc acc comp sg εὐμαρής easy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμάρει — Εὐμάρης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Εὐμάρεϊ , Εὐμάρης masc dat sg (epic ionic) Εὐμάρης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρεστέρων — εὐμαρής easy fem gen comp pl εὐμαρής easy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρεστέρως — εὐμαρής easy masc acc comp pl (doric) εὐμαρής easy comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρέα — εὐμαρής easy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐμαρής easy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)